στοιχειωτική

στοιχειωτική
στοιχειωτικός
elementary
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στοιχειωτικός — ή, όν, ΜΑ [στοιχειωτής] στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.) μσν. μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.) αρχ. αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”